λακκώδη

λακκώδη
λακκώδης
full of pits
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
λακκώδης
full of pits
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
λακκώδης
full of pits
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ομματίδιο ή οφθαλμίδιο — (Βιολ.). Πρωτόγονη μορφή του φωτοδεκτικού οργάνου, που αποτελείται από ένα ή περισσότερα κύτταρα. Υποτυπώδεις μονοκύτταροι οφθαλμοί απαντώνται σε μερικούς έλμινθες (πλατυέλμινθες, δακτυλιοσκώληκες), μαλάκια και χορδωτά (αμφίοξος)· τα πολυκύτταρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”